- αμφιετίζομαι
- ἀμφιετίζομαι και -ετηρίζομαι (Α)ξανάρχομαι κάθε χρόνο, πανηγυρίζομαι κατ’ έτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ἀμφιετίζομαι < ἀμφιετήςἀμφιετηρίζομαι < ἀμφιέτηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιετίζεσθαι — ἀμφιετίζομαι return yearly pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιετιζομένας — ἀμφιετιζομένᾱς , ἀμφιετίζομαι return yearly pres part mp fem acc pl ἀμφιετιζομένᾱς , ἀμφιετίζομαι return yearly pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιετής — ἀμφιετής, ές (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται κάθε χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ετής < ἔτος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιετίδαι, ἀμφιετηρίζομαι, ἀμφιετίζομαι] … Dictionary of Greek